- τετράξυλο
- το, Ντο ξύλινο πλαίσιο, που χρησιμεύει για τη στήριξη τών φύλλων τών θυρών και τών παραθύρων, η κάσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + ξύλο. Η λ., στον λόγιο τ. τετράξυλον, μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων τού Αντ. Ηπίτη].
Dictionary of Greek. 2013.